ἀρχοντικούς

ἀρχοντικούς
ἀρχοντικός
of an archon
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχοντικός — ή, ό αυτός που ταιριάζει σε άρχοντα: Είχε αρχοντικό παράστημα κι αρχοντικούς τρόπους· το ουδ. ως ουσ., το αρχοντικό το σπίτι ή το κτήμα του άρχοντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”